ἄλγημα

ἄλγημα
ἄλγ-ημα, τό,
A pain felt or caused, suffering, S. Ph.340, Hp.VM6, E.Fr.507, Plu.Sull.26, Plot.6.1.19;

οὐκ ἔστι λύπης ἄ. μεῖζον Men.667

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άλγημα — ἄλγημα, το (Α) [ἀλγῶ] πόνος (που τόν αισθάνεσαι ή τόν προκαλείς), οδύνη …   Dictionary of Greek

  • ἄλγημα — pain felt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλγημ' — ἄλγημα , ἄλγημα pain felt neut nom/voc/acc sg ἄ̱λγημαι , ἀλγέω feel bodily pain perf ind mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγημάτων — ἄλγημα pain felt neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγήμασι — ἄλγημα pain felt neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγήμασιν — ἄλγημα pain felt neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγήματα — ἄλγημα pain felt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγήματι — ἄλγημα pain felt neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγήματος — ἄλγημα pain felt neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγήμαθ' — ἀλγήματα , ἄλγημα pain felt neut nom/voc/acc pl ἀλγήματι , ἄλγημα pain felt neut dat sg ἀλγήματε , ἄλγημα pain felt neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλγώ — ἀλγῶ ( έω) (Α) 1. αισθάνομαι άλγος, σωματικό πόνο 2. είμαι ασθενής, υποφέρω 3. αισθάνομαι ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπάμαι 4. (το παθ. με μέσ. σημ.) πάσχω, πονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος. ΠΑΡ. ἀλγηδών αρχ. ἄλγημα, ἄλγησις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”